αειφυλλία

αειφυλλία
η (Α ἀειφυλλία) [ἀείφυλλος]
ιδιότητα την οποία έχουν μερικά φυτά να διατηρούν το φύλλωμά τους σε όλες τις εποχές τού έτους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀειφυλλίας — ἀειφυλλίᾱς , ἀειφυλλία being nondeciduous fem acc pl ἀειφυλλίᾱς , ἀειφυλλία being nondeciduous fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείφυλλος — η, ο και ος, ο (Α ἀείφυλλος, ον) (για φυτά) πάντοτε με φύλλα, αειθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φύλλον. ΠΑΡ. ἀειφυλλία] …   Dictionary of Greek

  • ορεόφυτα — (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”